- εξηκοστός
- -ή, -ό (AM ἑξηκοστός, -ή, -όν, Α και ἐξήκοιστος)1. αυτός που στη σειρά έχει τον αριθμό εξήντα («ἥκειν ἐς ἑξηκοστὴν ἡμέραν», Ηρόδ.)2. το ουδ. ως ουσ. το εξηκοστό(ν)καθένα από τα εξήντα ίσα μέρη ενός συνόλουαρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑξηκοστήδασμός ενός εξηκοστού.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκο-ντα + -στός, πρβλ. εκατοστός].
Dictionary of Greek. 2013.